-
1 πλήρωμα
πλήρωμα το1) экипаж, команда, личный состав;2) верующие христиане, члены Церкви, духовенство и народ:ΦΡ. -
2 χριστεπώνυμος
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > χριστεπώνυμος
См. также в других словарях:
χριστεπώνυμος — η, ο / χριστεπώνυμος, ον, ΝΜ εκκλ. αυτός που έχει την επωνυμία τού Ιησού Χριστού, χριστιανός («χριστεπώνυμο πλήρωμα» τα μέλη τής χριστιανικής εκκλησίας, το σύνολο τών χριστιανών). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ἐπώνυμος] … Dictionary of Greek